- ἀναπόμπιμος
- ἀναπόμπιμοςsent backmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναπόμπιμος — ἀναπόμπιμος, ον. (ΑΜ) [ἀναπέμπω] αυτός που στέλνεται πίσω (στην πατρίδα του ή προς τα πάνω) αρχ. (για δίκες) αυτός που παραπέμπεται σε ανώτερο δικαστήριο … Dictionary of Greek
ἀναπόμπιμον — ἀναπόμπιμος sent back masc/fem acc sg ἀναπόμπιμος sent back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπομπίμους — ἀναπόμπιμος sent back masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόμπιμα — ἀναπόμπιμος sent back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόμπιμοι — ἀναπόμπιμος sent back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπέμπω — (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω) 1. στέλνω προς τα επάνω 2. εκπέμπω, αναδίνω 3. απλώς στέλνω (Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό νεοελλ. βγάζω φωνή, εκστομίζω μσν. (στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω αρχ. Ι. ενεργ. 1. στέλνω προς … Dictionary of Greek